- ἀέκητι
- ἀέκητῐ, [dialect] Ep. Adv.A against one's will, c. gen.,
ἀ. σέθεν Od.3.213
, 16.94; θεῶν ἀ., ἀ. θεῶν, Il.12.8, Od.4.504.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀ. σέθεν Od.3.213
, 16.94; θεῶν ἀ., ἀ. θεῶν, Il.12.8, Od.4.504.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αέκητι — ἀέκητι (επικό επίρρημα) (Α) παρά τη θέληση κάποιου, ακούσια, αθέλητα (στον Όμηρο συχνά με γεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέκων το επίρρημα αρχικά είχε τη γεν. θεῶν (ἀέκητι θεῶν= παρά τη θέληση τών θεών) ως απαραίτητο συμπλήρωμα. Με βάση την παρατήρηση αυτή … Dictionary of Greek
ἀέκητι — against one s will epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέκων — ἀέκων, ούσα, ον (Α) επικός και ιωνικός τύπος αντί άκων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἑκών. ΠΑΡ. αρχ. ἀέκητι, ἀεκαζόμενος] … Dictionary of Greek
κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… … Dictionary of Greek